μυριάρχης
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander of 10,000 men, Hdt.7.81.
German (Pape)
[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.
Greek Monolingual
μυριάρχης, ὁ (Α)
αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι-άρχης].
Greek Monotonic
μῡριάρχης: -ου, ὁ, αρχηγός 10.000 ανδρών, σε Ηρόδ.· ομοίως, μῡρί-αρχος, -ου, ὁ, σε Ξεν.