μυριάρχης

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάρχης Medium diacritics: μυριάρχης Low diacritics: μυριάρχης Capitals: ΜΥΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: myriárchēs Transliteration B: myriarchēs Transliteration C: myriarchis Beta Code: muria/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A commander of 10,000 men, Hdt.7.81.

German (Pape)

[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.

Greek Monolingual

μυριάρχης, ὁ (Α)
αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξι-άρχης].

Greek Monotonic

μῡριάρχης: -ου, ὁ, αρχηγός 10.000 ανδρών, σε Ηρόδ.· ομοίως, μῡρί-αρχος, -ου, , σε Ξεν.