νόμευμα
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ατος, τό,
A flock, herd, εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416.
German (Pape)
[Seite 259] τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.
Greek (Liddell-Scott)
νόμευμα: τό, βόσκημα, δηλ. ποίμνιον ἢ ἀγέλη, εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416: οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὕρηται.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
troupeau paissant.
Étymologie: νομεύω.
Greek Monolingual
νόμευμα, τὸ (Α) νομεύω
ποίμνιο, αγέλη.
Greek Monotonic
νόμευμα: -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.