παρατίλλω

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατίλλω Medium diacritics: παρατίλλω Low diacritics: παρατίλλω Capitals: ΠΑΡΑΤΙΛΛΩ
Transliteration A: paratíllō Transliteration B: paratillō Transliteration C: paratillo Beta Code: parati/llw

English (LSJ)

fut.

   A -τῐλῶ Ar. Eq.373 :—pluck the hair from any part of the body but the head, τὰς βλεφαρίδας τινός l. c. (vulg. περιτιλῶ) :— Med., pluck out one's hairs, Id.Ach.31 : fut. παρατῐλοῦμαι Men.363.5 : —Pass., freq. in pf. part. παρατετιλμένος, η, clean-plucked, a practice among voluptuaries and women, Ar.Lys.89, Ra.516, Pl.Com.174.14 ; δέλτα π. Ar.Lys.151 ; ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Id.Pl.168, cf. Luc.Fug.33.    II. Med., pull up weeds, Gp.2.38.2.

German (Pape)

[Seite 503] die Haare an den Nebentheilen (nicht am Kopfe), unter den Achseln und wo es sonst welche giebt, ausrupfen, wie es üppige Weichlinge u. Frauen zu thun pflegten, oft bei Ar., vgl. Lys. 89. 151, ὀρχηστρίδες ἄρτι παρατετιλμέναι Ran. 516; Plat. com. bei Ath. X, 442 a u. Sp., wie Luc. adv. ind. 23; allgemein ist es wohl Ar. Ach. 31 neben ἀπορῶ zu nehmen. – Als Strafe für ertappte Ehebrecher kommt es bei Ar. Plut. 168 vor. – Παρατιλτέον, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

παρατίλλω: μέλλ. -τῐλῶ, ἀποσπῶ τὰς τρίχας ἐξ οἱουδήποτε μέρους τοῦ σώματος πλὴν τῆς κεφαλῆς, τὰς βλεφαρίδας, τὰς βλεφαρίδας τινὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 373 (κοινῶς περιτιλῶ)· ― Μέσ., ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 31: μέλλ. παρατῐλοῦμαι, Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 1. 5· ― συχν. κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ. παρατετιλμένος, η, παντελῶς μαδημένος, σύνηθες παρὰ τοῖς τρυφηλοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξί, Ἀριστοφάν. Λυσ. 89, 151, Βάτρ. 516· μύρτων πινασίσκος χειρὶ παρατετιλμένων Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 14· ― ἐπεβάλλετο δὲ ὡς ποινὴ εἰς τοὺς μοιχούς, ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 168, πρβλ. Valck εἰς Εὐρ. Ἱππ. 415, καὶ ἴδε τίλλω. 2) ἐπὶ πυκνῶς ἐσπαρμένου κέγχρου, ἀραιώνω διὰ παρατίλσεως, ἐν τῷ σκάλλειν οὖν χρὴ παρατίλλεσθαι Γεωπ. 2. 38, 2. ― Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθετ. παρατιλτέον, Κλήμ. Ἀλ. 264.

French (Bailly abrégé)

épiler.
Étymologie: παρά, τίλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. παρατίλλομαι
αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών
αρχ.
1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, εκτός της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.)
2. μέσ. (γενικά)
αποσπώ τις τρίχες μου, κάνω αποτρίχωση, μαδώ, τις τρίχες μου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατετιλμένος, -η, -ον
εντελώς μαδημένος, όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τίλλω «μαδώ, τραβώ τις τρίχες μου»].

Greek Monotonic

παρατίλλω: μέλ. -τῐλῶ, αποσπώ, αφαιρώ, βγάζω τα μαλλιά, σε Αριστοφ. — Μέσ., ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. παρατετιλμένος, , εντελώς μαδημένος, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τίλλω ontharen.