περιηχέω

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιηχέω Medium diacritics: περιηχέω Low diacritics: περιηχέω Capitals: ΠΕΡΙΗΧΕΩ
Transliteration A: periēchéō Transliteration B: periēcheō Transliteration C: periicheo Beta Code: perihxe/w

English (LSJ)

   A ring all round, περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός Il.7.267, cf. Iamb.Myst.2.8: c. acc. loci, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Plu.2.720c:—Pass., τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp.140; νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.VH1.6.    II Pass., to be noised abroad, to be celebrated, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10: c. inf., περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just.10.11.8 Intr.    2 get wind of a fact, POxy.1119.7 (iii A. D.), PFlor.36.24 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 576] ringsumher tönen; περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός, Il. 7, 267; u. in späterer Prosa, wie Plut. Symp. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιηχέω: ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· ἐντεῦθεν παθ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, φημίζομαι πανταχοῦ, δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, μανθάνω, ἀκούω, Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
retentir tout autour : τὴν οἰκίαν PLUT autour de la maison, dans toute la maison.
Étymologie: περί, ἠχέω.

English (Autenrieth)

only aor., περιήχησεν, rang all over, Il. 7.267†.

Greek Monotonic

περιηχέω: μέλ. -ήσω, ηχώ παντού ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι, σε Λουκ.