πευθώ

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευθώ Medium diacritics: πευθώ Low diacritics: πευθώ Capitals: ΠΕΥΘΩ
Transliteration A: peuthṓ Transliteration B: peuthō Transliteration C: peftho Beta Code: peuqw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ,

   A tidings, A.Th.370.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, Kunde, Nachricht, πευθώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.

Greek (Liddell-Scott)

πευθώ: -οῦς, ἡ, ἀγγελία, πευθώ τιν’ ἡμῖν… νέαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 370.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
information, nouvelle.
Étymologie: cf. πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-οῡς, ἡ, Α
αναγγελία, ανακοίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα -ώ (πρβλ. φειδ-ώ: φείδομαι)].

Greek Monotonic

πευθώ: -οῦς, ὁ (πυθέσθαι), ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht.