πρόπαρ

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπᾰρ Medium diacritics: πρόπαρ Low diacritics: πρόπαρ Capitals: ΠΡΟΠΑΡ
Transliteration A: própar Transliteration B: propar Transliteration C: propar Beta Code: pro/par

English (LSJ)

(παρά) Prep. with gen.,

   A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.).    2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288.    II abs. as Adv., before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.

French (Bailly abrégé)

1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.

Greek Monolingual

Α
Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)
1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.)
2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτιφυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)
πιο πριν, προηγουμένωςπρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάρ, συντετμημένος τ. της πρόθεσης παρά.

Greek Monotonic

πρόπᾰρ: (παρά),·
I. πρόθ. με γεν., μπροστά, μπροστά από, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επίρρ., πιο πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Αισχύλ.