προσθλίβω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθλίβω Medium diacritics: προσθλίβω Low diacritics: προσθλίβω Capitals: ΠΡΟΣΘΛΙΒΩ
Transliteration A: prosthlíbō Transliteration B: prosthlibō Transliteration C: prosthlivo Beta Code: prosqli/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A press or squeeze against, ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον LXX Nu.22.25:—Pass., Placit.1.4.4.

German (Pape)

[Seite 766] andrücken, noch mehr drücken (?).

Greek (Liddell-Scott)

προσθλίβω: [ῑ], θλίβω (ζουλίζω) τι πρός τι, τι πρός τι Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 25). ― Παθ., Πλούτ. 2. 878F.

French (Bailly abrégé)

presser contre, serrer, écraser.
Étymologie: πρός, θλίβω.

Greek Monolingual

Α
πιέζω, ζουλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (α. «προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῑχον», ΠΔ
β. «προσεθλίβετο πᾱς ὁ μικρομερὴς σχηματισμός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλίβω «πιέζω»].