σκαφίδιον

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφίδιον Medium diacritics: σκαφίδιον Low diacritics: σκαφίδιον Capitals: ΣΚΑΦΙΔΙΟΝ
Transliteration A: skaphídion Transliteration B: skaphidion Transliteration C: skafidion Beta Code: skafi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A σκάφη 1.1, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.).    2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8.    II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.).    III = κάρδοπος, Sch.Ar.Nu.669.

German (Pape)

[Seite 890] τό, dim. von σκαφίς, durch alle Bdign; bes. – a) kleine Wanne, kleiner Nachen; Pol. 34, 3, 2; Luc. Cont. 8 u. oft. – b) kleine Hacke, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαφὶς Ι. 2, μικρὰ σκάφη, Πολύβ. 34. 3, 2, Στράβ. 24· πρβλ. σκαφείδιον. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, 410.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαφίς.

Greek Monotonic

σκᾰφίδιον: τό, υποκορ. του σκαφίς I. 2., μικρή λέμβος, καραβάκι, καΐκι, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.