σταφυλῖνος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλῖνος Medium diacritics: σταφυλῖνος Low diacritics: σταφυλίνος Capitals: ΣΤΑΦΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: staphylînos Transliteration B: staphylinos Transliteration C: stafylinos Beta Code: stafuli=nos

English (LSJ)

ὁ, and (in Numen. ap. Ath.9.371c) ἡ,

   A carrot, Hp.Steril. 242, Nic.Fr.71; σ. κηπευτός, cultivated carrot, Daucus Carota, Dsc. 3.52; σ. ἄγριος, wild carrot, Daucus guttatus, ibid.; σ. χλωρός Aët. 12.42.    2 = βρυωνία, Crateuas ap.Sch.Nic.Th.858.    II σ., ὁ, an insect, about the size of the σφονδύλη (perh. the Meloë), Arist. HA604b18, Hippiatr.119, Hsch.

German (Pape)

[Seite 931] ὁ u. ἡ, der Pastinak, Diosc.; ἀγριάς, Numen. bei Ath. 371 c; – ὁ στ., ein Insekt, von der Größe der σπονδύλη, Arist. H. A. 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλῖνος: ὁ, καὶ (Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C) ἡ, εἶδος δαυκίου ἢ ἴσως κοκκινογουλίου, Ἱππ. 686. 37, Νίκ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. 2) = βρυωνία, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858. ΙΙ. σταφυλῖνος, ὁ, ἔντομον ἔχον περίπου τὸ μέγεθος τῆς σφονδύλης (ὁ Sundev. νομίζει ὅτι εἶναι ἡ Meloë), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ
γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες
αρχ.
1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ.
β. «σταφυλῑνος ἄγριος»
Διοσκ.)
2. το φυτό βρυωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακ-ῖνος, κυπρ-ῖνος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλῖνος -ου, ὁ [σταφυλή] wortel (groente).