Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύνθεμα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθεμα Medium diacritics: σύνθεμα Low diacritics: σύνθεμα Capitals: ΣΥΝΘΕΜΑ
Transliteration A: sýnthema Transliteration B: synthema Transliteration C: synthema Beta Code: su/nqema

English (LSJ)

ατος, τό, later Gr. for σύνθημα, Hedyl. ap. Ath.11.497d (where both forms occur), PLips.33 ii 26 (iv A.D.).    2 compound word, Eust.340.35.    3 sum, Dioph.1.27, al.    4 collection, LXX Ec.12.11.    5 ointment made of several ingredients, mixture, PMag.Berol.1.256, al.; medicinal mixture, Hippiatr.22; chemical compound, Ps.-Democr.Alch.p.55 B.    6 whole of parts, Apollod. Poliorc.180.9, al.

German (Pape)

[Seite 1024] τό, poet. statt σύνθημα, Lob. Phryn. 249.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθεμα: τό, ποιητ. ἀντὶ σύνθημα, Ἀνθ. Π. παράρτημα 30 (ἔνθα ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) σύνθετος λέξις, Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) συνέλευσις, συνάθροισις, Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11).

Spanish

mixtura

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συντίθημι
νεοελλ.
αυτό που προέρχεται από σύνθεση, που τα τμήματά του είναι συντεθειμένα
μσν.-αρχ.
καθετί το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, σύνθημα
αρχ.
1. σύνθετη λέξη
2. ποσό, κεφάλαιο
3. συνέλευση, συνάθροιση
4. ιατρ. α) αλοιφή που παρασκευαζόταν από διάφορα συστατικά
β) ιατρικό μίγμα
5. χημική ένωση
6. το σύνολο τών διαφόρων τμημάτων, το όλον.