χρυσοπέδιλος

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπέδῑλος Medium diacritics: χρυσοπέδιλος Low diacritics: χρυσοπέδιλος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: chrysopédilos Transliteration B: chrysopedilos Transliteration C: chrysopedilos Beta Code: xrusope/dilos

English (LSJ)

ον,

   A gold-sandalled, epith. of Hera, Od.11.604, Hes.Th.454; of Eos, Sapph.18.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenen Sohlen, Schuhen; Hera, Od. 11, 604; Hes. Th. 454. 952; Rufin. 26 (V, 69).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπέδῑλος: -ον, ὁ φορῶν χρυσᾶ πέδιλα, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Ὀδ. Λ. 604, Ἡσ. Θεογ. 454· τῆς Ἠοῦς, Σαπφὼ 21 (12)· οὔτως ὁ Ἑρμῆς καὶ ἡ Ἀθηνᾶ φοροῦσι πέδιλα ἀμβρόσια, χρύσεια Ἰλ. Ω. 340, Ὀδ. Α. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chaussures d’or (Héra).
Étymologie: χρυσός, πέδιλον.

Spanish

calzado con sandalias de oro

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πέδιλος (< πέδιλον «σανδάλι»), πρβλ. ἀδαμαντο-πέδιλος].

Greek Monotonic

χρῡσοπέδῑλος: -ον (πέδιλον), αυτός που φορά χρυσά σανδάλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.