καταπέμπω

From LSJ
Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέμπω Medium diacritics: καταπέμπω Low diacritics: καταπέμπω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: katapémpō Transliteration B: katapempō Transliteration C: katapempo Beta Code: katape/mpw

English (LSJ)

   A send down, εἰς ἔρεβος Hes.Th.515; esp. from the inland to the sea-coast, X.HG5.1.30, An.1.9.7 (Pass.); in Egypt, down the Nile, PEleph. 10.7(iii B. C.), etc.    II send from head-quarters, dispatch, λῃστάς D.12.13; στρατηγὸν κ. τινά as general, Plu.Flam.15; ἐς ἐπισκοπήν τινος Luc.DDeor.20.6; γράμματα Hdn.2.12.3.

German (Pape)

[Seite 1369] hinabschicken, hinablassen, -stoßen; εἰς ἔρεβος Hes. Th. 515; in die Gegend am Meere aus Hochasien, Xen. An. 1, 9, 7, vgl. Hell. 5, 1, 30; vor-, hinschicken, στρατηγούς Isocr. 4, 140; Plut. Flam. 15 u. a. Sp., Luc. oft.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέμπω: μέλλ., -ψω, πέμπω κάτω, εἰς ἔρεβος Ἡσ. Θεογ. 515· ἀετοὺς καταπέμπειν Λουκ. Προμηθ. 9· ἰδίως ἐκ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 30, Ἀν. 1. 9, 7. ΙΙ. ἀποστέλλω ἐκ τοῦ ἀρχηγείου, ἐκ τοῦ ἐπιτελείου, Δημ. 162, 11· στρατηγὸν κ. τινά, στέλλω ὡς στρατ., Πλουτ. Φλαμ. 15· ἐς ἐπισκοπήν τινος Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 20, 6· «καταπεπεμέννα· καθειμένα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 précipiter ; particul. envoyer sur mer ou dans des contrées maritimes;
2 p. ext. envoyer : στρατηγόν PLUT comme général ; εἰρήνην XÉN transmettre des propositions de paix.
Étymologie: κατά, πέμπω.

Greek Monolingual

(AM καταπέμπω)
στέλνω κάτι προς τα κάτω
μσν.
1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία
2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.)
αρχ.
1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια
2. (ειδ.) στέλνω από το αρχηγείο ή το επιτελείο («λῃστὰς ὁμολογεῑτε καταπέμπειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέμπω «στέλνω»].

Greek Monotonic

καταπέμπω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω κάτω, σε Ησίοδ.· ιδίως, από τα μεσόγεια προς την παραλία, σε Ξεν.
II. αποστέλλω από το αρχηγείο, στέλνω, κατευθύνω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταπέμπω: 1) посылать (преимущ. из глубины страны к побережью) (κατεπέμφθη - sc. ὁ Κῦρος - σατράπης Λυδίας τε καὶ Φρυγίας καὶ Καππαδοκίας Xen.): κ. εἰρήνην Xen. посылать предложение о мире;
2) направлять, назначать (στρατηγόν τινα Plut.; εἰς ἐπισκοπήν τινος Luc.);
3) низвергать, сталкивать (εἰς Ἔρεβος Hes.).