παιανίζω
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
A v. παιωνίζω.
German (Pape)
[Seite 438] einen Lobgesang auf Apollo singen, und übh. einen Siegesgesang, auch ein Kriegslied anstimmen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; δεῖ εὐθύμως μόνον οὐχὶ παιανίζοντας εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι, Plat. Ax. 364 b; vom Kriegsgesange der Barbaren, Pol. 3, 43, 8, u. a. Sp. – Bei Xen. Conv. 2, 1 auch nach dem Mahle gesungen. Vgl. παιωνίζω.
Greek (Liddell-Scott)
παιᾱνίζω: ἴδε παιωνίζω.
French (Bailly abrégé)
chanter un péan.
Étymologie: παιάν.
Spanish
Greek Monolingual
(Α παιανίζω) παιάν
νεοελλ.
(για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια
αρχ.
ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα.
Greek Monotonic
παιᾱνίζω: μέλ. -σω, = παιωνίζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παιᾱνίζω: петь пэан Xen., Plat., Plut.: ὀλολυγμὸν ἱερὸν π. Aesch. петь священную песнь.