συνεπιβαίνω
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
A mount together, Arist.HA591b21; τοῦ τείχους on the wall, Plu.TG4; mount a ladder together, Plb.10.13.8. II enter upon or undertake along with, τινι Antipho 2.2.13. III trample on as well, σ. ἐν ταῖς συμφοραῖς τινι J.BJ1.24.8. IV trans., aor. 1 part. -βήσας, cause to mount, πύργοις ἀκοντιστάς ib.3.7.30.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιβαίνω: ἐπιβαίνω ὁμοῦ, «ὁ σάργος... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῦ κωλύει συνεπιβαίνειν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 31· τοῦ τείχους, ἐπὶ τοῦ τείχους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἀναβαίνω ὁμοῦ κλίμακα, Πολύβ. 10. 13, 8. ΙΙ. ἐπιχειρῶ τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Ἀντιφῶν 117. 41.
French (Bailly abrégé)
monter ensemble sur, gén..
Étymologie: σύν, ἐπιβαίνω.
Greek Monolingual
ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).
Greek Monolingual
ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).
Greek Monotonic
συνεπιβαίνω: μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω, επιβιβάζομαι, επιβαίνω από κοινού, τοῦ τείχους, στο τείχος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιβαίνω: 1) вместе восходить, подниматься Arst.: σ. τοῦ τείχους τινί Plut. восходить с кем-л. на (городскую) стену;
2) подниматься по лестнице Polyb.