συνικνέομαι

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνικνέομαι Medium diacritics: συνικνέομαι Low diacritics: συνικνέομαι Capitals: ΣΥΝΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syniknéomai Transliteration B: synikneomai Transliteration C: synikneomai Beta Code: sunikne/omai

English (LSJ)

   A reach quite, πρός τι Thphr.CP2.4.4 codd. (Schneid. μὴ διικνεῖσθαι).    2 pertain to, interest, Arist.EN1101a25.

Greek (Liddell-Scott)

συνικνέομαι: ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, φθάνω ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, πρός τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· παρέχω ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 venir ensemble, se réunir, se rencontrer;
2 concerner, intéresser.
Étymologie: σύν, ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

συνικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην, φθάνω σε, επιδεικνύω ενδιαφέρον, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνικνέομαι: досл. приходить вместе, сходиться, перен. касаться, затрагивать, интересовать: τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων, τῶν δ᾽ ἧττον Arst. поскольку одни обстоятельства затрагивают (нас) больше, а другие - меньше.