συναπολάμπω

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολάμπω Medium diacritics: συναπολάμπω Low diacritics: συναπολάμπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synapolámpō Transliteration B: synapolampō Transliteration C: synapolampo Beta Code: sunapola/mpw

English (LSJ)

   A shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

briller avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπολάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monotonic

συναπολάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, εκπέμπω λάμψη από κοινού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.

Russian (Dvoretsky)

συναπολάμπω: вместе блистать, одновременно сиять (τινί и μετά τινος Luc.).