δρῖλος

From LSJ
Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῖλος Medium diacritics: δρῖλος Low diacritics: δρίλος Capitals: ΔΡΙΛΟΣ
Transliteration A: drîlos Transliteration B: drilos Transliteration C: drilos Beta Code: dri=los

English (LSJ)

ὁ, expld. by Lat.

   A verpus, sens. obsc., AP11.197 (Lucill.); δρεῖλος, Supp.Epigr.2.353 (Amphissa).

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, der Regenwurm. Bei Lucill. 8 (XI, 197) wird es λειπόδερμος erkl., fellator.

Greek (Liddell-Scott)

δρῖλος: ὁ, λιπόδερμος, ψωλός, Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) ἕλμινς, σκώληξ τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.

Spanish (DGE)

-ον
sent. dud., quizá con el pene erecto como sinón. de licencioso, vicioso en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» ἄγαν τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν AP 11.197 (Lucill.), cf. uerpus· δ. Gloss.2.206.

Greek Monolingual

ο (Α δρίλος)
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο έντομο με επίμηκες σώμα και κεραίες σαν φτερά
το αρσενικό έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και είναι πολύ μεγαλύτερο (οικογένεια δριλίδες)
αρχ.
1. φιλήδονος
2. ονομασία σκουληκιού.

Russian (Dvoretsky)

δρῖλος: ὁ дождевой червь Anth.