οἴσω

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴσω Medium diacritics: οἴσω Low diacritics: οίσω Capitals: ΟΙΣΩ
Transliteration A: oísō Transliteration B: oisō Transliteration C: oiso Beta Code: oi)/sw

English (LSJ)

   A v. φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

οἴσω: ἴδε τὸ ῥῆμα φέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de φέρω.

English (Autenrieth)

see φέρω.

Greek Monolingual

οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].

Greek Monotonic

οἴσω: μέλ. του φέρω.

Russian (Dvoretsky)

οἴσω: дор. Thuc. οἰσῶ fut. к φέρω.