πλειών

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειών Medium diacritics: πλειών Low diacritics: πλειών Capitals: ΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pleiṓn Transliteration B: pleiōn Transliteration C: pleion Beta Code: pleiw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A full time or period, year, Hes.Op.617, Call.Jov.89, Lyc.201, AP6.93 (Antip.), IG9(1).880.16 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 629] ὁ, die Zeit, das Jahr; Hes. O. 619; Callim. Iov. 89 u. a. sp. D.; ἐκ πολλοῦ πλειῶνος, Antp. Sid. 13 (VI, 93); nach den alten Erklärern ἀπὸ τοῦ πάντα πληροῦν, od. wunderlicher ἀπὸ τοῦ ἐκ πολλῶν συνεστηκέναι καὶ εἰς πολλὰ διῃρῆσθαι; eigtl. wohl von πλέος, der vollendete Zeitabschnitt. Vgl. πλεῖμα.

Greek (Liddell-Scott)

πλειών: -ῶνος, ὁ, πλεῖος, (πλέος) πλήρης χρόνος ἢ χρονικὴ περίοδος ἔτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων
ὁ ἐναιαυτός
ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνει
σπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονι
πλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].

Greek Monotonic

πλειών: -ῶνος, ὁ (πλέος), μια πλήρης χρονική περίοδος, ένας ολόκληρος χρόνος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πλειών: ῶνος ὁ круговорот времени, т. е. (полный) год Hes.: ἐκ πολλοῦ πλειῶνος Anth. вследствие преклонных лет.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειών -ῶνος, ὁ [πολύς] de volle tijd, jaar.