σπαίρω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
A gasp, pant, quiver, of dying fish, Arist.Resp.471a30 (v.l. ἀσπαρίζουσιν), cf. A.R.4.874, Plb.15.33.5, D.H.4.39, AP6.30 (Maced.) (more freq. ἀσπαίρω, q.v.).
German (Pape)
[Seite 916] zucken, zappeln, Pol. 15, 33, 5, sich wie ein Sterbender vor Schmerz und aus Ungeduld hin u. her werfen; – sich sperren, widerstreben, zaudern, Her. 8, 5, v. l. ἀσπαίρω, welche Form die bessere attische ist und auch bei Her. vorzuherrschen scheint; – vom Herzen, schlagen, Qu. Sm. 10, 139.
Greek (Liddell-Scott)
σπαίρω: σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», σφαδάζω, ἀγρυπνῶ, τρέμω, τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, ἀσπαίρω, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ σπαράσσω· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ σπείρω ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ πάλλω. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων».
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
palpiter, s’agiter convulsivement.
Étymologie: R. Σπαρ, agiter ; cf. σπείρω.
Greek Monolingual
Α
1. κινούμαι σπασμωδικά
2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει
ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών ρ. ἀσπαίρω και σκαίρω. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sp(h)er- με σημ. «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» και συνδέεται με τα λιθουαν. spiriu «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ», αρχ. ινδ. sphurati «χτυπώ με το πόδι, σταματώ» (για τον φθόγγο -φ- του τ. πρβλ. και σφυρόν) και πιθ. με το λατ. sperno «απωθώ» (βλ. και λ. ἀσπαίρω)].
Greek Monotonic
σπαίρω: σπαρταρώ, τινάζομαι, λέγεται για ψάρι που ξεψυχάει, σε Ανθ.· πρβλ. ἀσπαίρω.
Russian (Dvoretsky)
σπαίρω: метаться, дергаться, трепетать Arst., Polyb., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαίρω [~ ἀσπαίρω] spartelen, stuiptrekken.