σφύζω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Dor. σφύσδω, only pres. and impf.:—
A throb, beat violently (cf. σφυγμός), Hp.Epid.2.5.16, 2.6.5, Judic.33, Theoc.11.71. 2 beat, of the pulse, σ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψί Arist.HA521a6; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα like the veins or arteries, Pl.Phdr.251d; μέρος [ἐμβρύου] μήτε θερμὸν μήτε σφύζον Sor.2.63. 3 metaph. of any violent motion, σφύζοντος καὶ σφαδᾴζοντος καὶ πηδῶντος Longin.Rh. p.201 H., cf. Dam.Pr.221; σ. ἐπὶ ταῦτα to be very eager after... Anon. ap.Suid. 4 prob. f.l. in Thphr.Char.19.6.
Greek (Liddell-Scott)
σφύζω: Δωρικ. σφύσδω, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. Τινάσσομαι, κτυπῶ ὁρμητικῶς, ἐπὶ τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος (πρβλ. σφυγμός), Ἱππ. 1946C, 1050F, Γαλην., κλπ. 2) κτυπῶ τακτικῶς, ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ σφυγμοῦ τῶν ἀρτηριῶν, σφ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 7· πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, ὡς αἱ ἀρτηρίαι ἢ αἱ φλέβες, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D. 3) μεταφορ., ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς κινήσεως, Θεόκρ. 11. 71· σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 573· σφ. ἐπί τι, ἐπείγω, σπεύδω, ὁρμῶ, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σφύζει.
French (Bailly abrégé)
f. σφύξω, ao. ἔσφυξα;
palpiter ; en parl. du pouls battre avec force, être agité.
Étymologie: R. Σφυγ, être agité.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α
(για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ' η καρδιά του νέου στερρά», Βιζυην.
β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος, έχω καλή υγεία και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («σφύζω από ζωή»)
μσν.
μτφ. διακατέχομαι από οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)
αρχ.
1. τινάζομαι με ορμή, χτυπώ δυνατά («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μεν σφύσδειν», (Θεόκρ.)
2. φρ. «σφύζειν ἐπὶ τι»
μτφ. το να έχει κανείς σφοδρή επιθυμία για κάτι» (Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός και τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. σφαδάζω και σπεύδω (πρβλ. σφυδῶ) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Greek Monotonic
σφύζω: Δωρ. σφύσδω (√ΣΦΥΓ), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, χτυπώ δυνατά, λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι πυρετωδώς, με σφοδρότητα και ορμή, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
σφύζω: дор. σφύσδω
1) биться, пульсировать (σφύζει τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψίν Arst.): τὰ σφύζοντα Plat. пульсирующие жилы, артерии;
2) терзаться, сильно болеть (φασῶ τὰν κεφαλάν μευ σφύσδειν Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφύζω Dor. inf. σφύσδειν hevig kloppen (van bloed in aderen); Hp.; ptc. subst.: πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα bonzend als kloppende aderen Plat. Phaedr. 251d.