ἀποπλήρωσις
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A filling, satisfying, Plu.2.48c, Porph.Abst.3.18, Jul.Or.4.144d. 2 accomplishment, fulfilment, ἐνέργεια ἡ τοῦ οἰκείου ἔργου ἀ. Dam.Pr.64, cf. Iamb.Myst. 5.26, al.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, das Vollmachen, Erfüllen, Sättigen, Plut. de audit. 10 g. E.; Them. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλήρωσις: -εως, ἡ, πλήρωσις, ἱκανοποίησις, Πλούτ. 2 .48C, Θεμ. 28: - ἐκπλήρωσις, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de remplir complètement, d’accomplir.
Étymologie: ἀποπληρόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1plenitud, ocupación, llenado οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ὁ νοῦς ἀποπληρώσεως ... δεῖται Plu.2.48c, τελεία producida por la oración, Iambl.Myst.5.26, τῆς κατὰ νοῦν θεωρητικῆς ἀποπληρώσεως Dion.Ar.CH M.3.121D.
2 cumplimiento, realización c. gen. τῆς ἐκτίσεως Clem.Al.Strom.6.14.109, ἡ τοῦ οἰκείου ἔργου ἀ. Dam.Pr.64, τῶν κεκελευσμένων Melit.Fr.Pap.49.7
•concr., sin rég. desempeño, función, cargo τὰς ἱερατικὰς τάξεις τε καὶ ἀ. Dion.Ar.EN M.3.500D.
3 c. gen. satisfacción ὀρέξεως Plu.2.132a, cf. Porph.Abst.3.18, Iul.Or.11.144d, τῆς ἀγάπης Gr.Nyss.Hom.in Cant.4 (p.122)
•satisfacción, pago τῆς προχρείας PMasp.158.20 (VI d.C.), cf. PLond.1660.17 (VI d.C.).
II sangría (cf. lat. depletura), DP 7.21.
Greek Monotonic
ἀποπλήρωσις: -εως, ἡ, εκπλήρωση, ικανοποίηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλήρωσις: εως ἡ1) наполнение (sc. τοῦ ἀγγείου Plut.);
2) удовлетворение (τῆς ὀρέξεως Plut.).