ἐπικούρησις

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρησις Medium diacritics: ἐπικούρησις Low diacritics: επικούρησις Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epikoúrēsis Transliteration B: epikourēsis Transliteration C: epikoyrisis Beta Code: e)pikou/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28; τῆς ἀπορίας Pl.Lg.919b.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, Hülfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle, Eur. Andr. 28; τῆς ἀπορίας Plat. Legg. XI, 919 b; ἡ ἐκ θεῶν ἐπ. Euryph. Stob. fl. 103, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, βοήθεια, προστασία, τῶν θεῶν Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 555, ἐν τέλει· κακῶν, βοήθειαι ἐναντίον κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 28· τῆς ἀπορίας Πλάτ. Νόμ. 919Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.

Greek Monolingual

ἐπικούρησις, ἡ (Α) επικουρώ
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικούρησις: εως ἡ1) помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);
2) защита (κακῶν Eur.).