θαυματοποιός

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτοποιός Medium diacritics: θαυματοποιός Low diacritics: θαυματοποιός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thaumatopoiós Transliteration B: thaumatopoios Transliteration C: thavmatopoios Beta Code: qaumatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as Subst., conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.

German (Pape)

[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14˙ ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β˙ ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst.θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ. θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθο-ποιός, νομισματο-ποιός)].

Greek Monotonic

θαυμᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰτοποιός: II ὁ фокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.
творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).