ξυστικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστικός Medium diacritics: ξυστικός Low diacritics: ξυστικός Capitals: ΞΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xystikós Transliteration B: xystikos Transliteration C: ksystikos Beta Code: custiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for scraping : ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T.p.110H.    2 corrosive, χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9 ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.I ; of plasters, Orib.Fr.88.    II (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45 ; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023 ; ξ. ἀθληταί BCH28.22 ; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3 (Alexandria, iii A. D.) ; ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 283] schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν˙ ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) στυπτικός, Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.˙ ξυστικὴ σύνοδος, συνέλευσις τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξυστικός, -ή, -όν) ξυστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά- η αμοιβή του εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το πλάνισμα, τη στίλβωση που έκανε
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστικόν- στυπτικό φάρμακο
αρχ.
1. ο στυπτικός
2. αυτός που γυμνάζεται στο ξυστόν, στο γυμναστήριο
3. το αρσ. ως ουσ. ξυστικός
ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ξυσίματος ή του στιλβώματος
5. φρ. «ξυστικὴ σύνοδος» — συνέλευση τών αθλητών στο ξυστόν, στο γυμναστήριο, αθλητική εταιρεία.