θείο
Greek Monolingual
(I)
το (AM θείον)
βλ. θεῖος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. θείος (Ι)].———————— (II)
το (Α θείον, επικ. τ. θέειον και θήϊον)
1. αμέταλλο στερεό χημικό στοιχείο με έντονο κίτρινο χρώμα, άοσμο και άγευστο, που αποτελεί κακό αγωγό της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, κν. θειάφι
2. συνεκδ. καπνός και οσμή θείου (θειαφιού)
3. φρ. βιολ. «θείου κύκλος» — κυκλοφορία του θείου υπό τις διάφορες μορφές του στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο επικός τ. θέειον, ενώ το άπαξ ειρημένο ομηρ. θήιον είναι μετρικός μεταπλασμός. Από το θέειον προήλθε με υφαίρεση (σίγηση του ε στην ακολουθία -εει-) το θείον, απ' όπου το παράγ. ρ. θειόω-ώ και θεόω-ώ (με συστολή της διφθόγγου λόγω αποβολής του -ι-), επικ. θεειόω. Εξάλλου ο τ. θέειον < θFέσ-ειον προϋποθέτει αμάρτυρο ουσ. θFέσ-ος «καπνός», το οποίο θα σχηματίστηκε βάσει ενός ρ. με σημ. «καπνίζω, εκπνέω» (πρβλ. λιθ. dves-iu «παραδίδω το πνεύμα, ξεψυχώ»). Στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λ. θείο(ν) χρησιμοποιήθηκε ως α' συνθετικό νόθων συνθ. (πρβλ. αγγλ. thiohemoglobin, thiocarbamide, thionyl), παράλληλα προς τους λατινογενείς (πρβλ. αγγλ. sulphemoglobinemia, sulfosalts, γαλλ. sulfurimetre) με α' συνθετικό τον αντίστοιχο ξένο όρο (πρβλ. αγγλ. sulphur, γαλλ. sulfure).
ΠΑΡ. θειάφι(ον), θειώ (ΙΙ), θειώδης (ΙΙ)].