κουρούνα
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek Monolingual
(I)
η (Μ κουρούνα)
1. είδος στρουθιόμορφου πτηνού, η κορώνη
2. φρ. «γίνομαι κουρούνα στο μεθύσι» — μεθώ πολύ
νεοελλ.
1. η καμπύλη άκρη του αλετριού
2. παροιμ. «είπε κι η κουρούνα κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορώνα, με κώφωση ή πιθ. με επίδραση της κατάλ. -ούνι / -ούνα και αφομοίωση (κορούνα > κουρούνα)].———————— (II)
κουρούνα, ἡ (Μ)
1. στέμμα
2. φρ. «αυλή της κουρούνας» — βασιλική αυλή (Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courouna].