ἀνήροτος

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήροτος Medium diacritics: ἀνήροτος Low diacritics: ανήροτος Capitals: ΑΝΗΡΟΤΟΣ
Transliteration A: anḗrotos Transliteration B: anērotos Transliteration C: anirotos Beta Code: a)nh/rotos

English (LSJ)

ον,

   A unploughed, γύαι A.Pr.708; without tillage, ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neut. pl. as Adv., λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀ. Luc.Lex.19.

German (Pape)

[Seite 230] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 νῆσος ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch γυνή, Luc. Lex. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήροτος: -ον, (ἀρόω) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, ἀκαλλιέργητος, Ὀδ. Ι. 109, 123· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, καθότι Ἀττ. τύπος ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non labouré.
Étymologie: ἀ, ἀρόω.

English (Autenrieth)

(ἀρόω): unploughed. (Od.)

Spanish (DGE)

-ον
I no cultivado de plantas ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109, ἰλύς Nonn.D.40.433
no arado γύαι A.Pr.708
neutr. plu. como adv. sin cultivar Opp.C.1.462.
II usos fig.
1 carente de cultura, indocto (ψυχὴ τῶν θηρίων) ἀνήροτος Plu.2.987b.
2 de una mujer virgen Luc.Lex.19.

Greek Monolingual

ἀνήροτος, -ον (Α) αρώ
1. ο μη οργωμένος, ακαλλιέργητος
2. (για γυναίκα) ανύπαντρη.

Greek Monotonic

ἀνήροτος: -ον (ἀρόω), ακαλλιέργητος, ο μη οργωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήροτος: 1) невспаханный, невозделанный (νῆσος Hom.; γὐαι Aesch.: sc. γῆ Plut.);
2) бесплодный (γυνή Luc.).