παροκωχή

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροκωχή Medium diacritics: παροκωχή Low diacritics: παροκωχή Capitals: ΠΑΡΟΚΩΧΗ
Transliteration A: parokōchḗ Transliteration B: parokōchē Transliteration C: parokochi Beta Code: parokwxh/

English (LSJ)

ἡ, (παρέχω)

   A supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l.παρακωχή).

German (Pape)

[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].

Greek Monotonic

παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.

Russian (Dvoretsky)

παροκωχή: v. l. παροχή ἡ доставка, поставка (νεῶν Thuc.).