ἐνόδιος

From LSJ
Revision as of 20:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόδιος Medium diacritics: ἐνόδιος Low diacritics: ενόδιος Capitals: ΕΝΟΔΙΟΣ
Transliteration A: enódios Transliteration B: enodios Transliteration C: enodios Beta Code: e)no/dios

English (LSJ)

α, ον, Ep. εἰνόδιος, η, ον Il.16.260, and so Trag. in lyr., in fem. εἰνοδία: Thess. Ἐννοδία IG9(2).358, 1286; later ος, ον Paus. 3.14.9:—

   A in or on the way, σφήκεσσιν ἐοικότες . . εἰνοδίοις like wasps that have their nests by the way-side, Il.16.260; ἐ. σύμβολοι omens seen on the way, portending good or ill success, A.Pr.487; πόλεις Plu.Aem.8; στάσεις σκηνῶν Id.Ant.9; ὅπλα for use by the way, D.H. 4.48.    2 Subst. ἐνόδια, τά, nets for stopping the pathways, X.Cyn. 6.9.    b blisters caused by walking, Thphr.Sud.15.    II epith. of divinities, who had their statues by the way-side or at cross-roads, most freq. of Hecate, εἰνοδίας Ἑκάτης S.Fr.535.2; also of Persephone, ἐνοδία θεός Id.Ant.1199; εἰνοδία θυγάτηρ Δάματρος E.Ion 1048; δαίμων ἐνοδία IG14.1390; and Ἐνοδία alone, Hp.Morb.Sacr. 1, E.Hel.570, AP6.199 (Antiphil.), IGIl.cc.; ἡ Ἐνόδιος Paus. l. c., v.l. in Hp.l.c.; also of Hermes, Theoc.25.4, etc.

German (Pape)

[Seite 848] ion. u. ep. εἰνόδιος, auch bei att. Dichtern, 2 u. 3 Endgn; im, am Wege; σφῆκες, die ihr Nest am Wege haben, Il. 16, 259; σύμβολοι Aesch. Prom. 485; sp. D.; auch in Prosa, ὅπλα, die man auf dem Marche mit sich führt, D. Hal. 4, 48, τὰ ἐνόδια, sc. δίκτυα, die auf die Wege gestellt werden, Xen. Cyn. 6, 9; πόλεις ἐνόδιαι, am Wege gelegen, Plut. Aem. Paul. 8. – Bes. von Göttern, den Weg beschützend, Ἑρμῆς Theocr. 25, 4 u. A.; ἡ ἐνοδία θεός Soph. Ant. 1184 ist Hekate, die Plat. ἐνοδίαν δαίμονα nennt, Legg. XI, 914 b; vgl. Inscr. 26; auch allein Ἐνοδία, Eur. Hel. 570; vgl. Polyaen. 8, 43, 1; Paus. 3, 14, 9. Bei Antiphil. 5 (VI, 199) Artemis.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόδιος: -α, -ον, καὶ Ἐπικ. εἰνόδιος, -η, -ον, Ὅμ., οὕτω καὶ οἱ Τραγ. ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. εἰνοδία, μεταγν. ὡσαύτως ος, ον, Παυσ. 3. 14, 9· (ὁδός): - ἐν τῇ ὁδῷ ἢ κατὰ τὴν ὁδόν, Λατ. vialis, σφήκεσσιν ἐοικότες... εἰνοδίοις, «τοῖς τὴν σφηκιὰν ἔχουσι παρὰ τὴν ὁδόν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 260· ἐνοδίους τε συμβόλους, «τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν συναντήματα, δι’ ὧν δεῖ συμβάλλειν καὶ μαντεύεσθαι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 487· πρβλ. Ὁράτ. ᾨδ. 3. 27· ἐνόδιοι πόλεις Πλουτ. Αἰμίλ. 8· στάσεις σκηνῶν ὁ αὐτ. Ἀντών. 9· ἐνόδια ὅπλα, πρὸς χρῆσιν ἐν τῇ ὁδῷ, Διον. Ἁλ. 4. 48. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐνόδια, τά, δίκτυα θηρευτικὰ πρὸς ἀποκλεισμὸν τῶν ὁδῶν, ἐμβάλλετο δὲ τὰ ἐνόδια εἰς τὰς ὁδοὺς Ξεν. Κυν. 6. 9. β) ἕλκη προξενούμενα ἐκ μακρᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἄλλης κοπιώδους κινήσεως, ὅτι δὲ κινήσεις καὶ πόνοι ποιοῦσιν ἐνίοις τὰ τοιαῦτα (ἕλκη) φανερὸν ἐκ τῶν ἐνοδίων καλουμένων, κτλ., Θεοφρ. π. Ὑδρώτων 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θεῶν τινων ὧν τὰ ἀγάλματα ἴσταντο παρὰ τὴν ὁδὸν ἢ ἐν ταῖς τριόδοις, Λατ. triviales, οἷον ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, εἰνοδίας Ἑκάτης Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἐνοδία θεὸς ὁ αὐτ. Ἀντ. 1199· εἰνοδία θυγάτηρ Δάματρος Εὐρ. Ἴων 1048· δαίμων ἐνοδία Συλλ. Ἐπιγρ. 26, καὶ Ἐνοδία μόνον = Τριοδῖτις, Λατ. Trivia, Εὐρ. Ἑλ. 570· ἡ Ἐνόδιος Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Θεόκρ. 25. 4, κτλ.· πρβλ. Ἀγυιεύς. - ἐνόδιον, τό, προσευχὴ πρὶν ἐξέλθῃ τις εἰς ὁδοιπορίαν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 518Α.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 qui se trouve sur la route : πόλεις PLUT villes situées sur le passage (d’une armée, d’un voyageur) ; σύμβολοι ESCHL présages qu’on rencontre sur la route;
2 qui concerne un trajet ; protecteur des routes (Hermès) ; ἡ ἐνοδία θεός SOPH la déesse protectrice des routes (Hécate) ; abs. ἡ Ἐνοδία m. sign.
Étymologie: ἐν, ὁδός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. fem. -ίη Hp.Morb.Sacr.1.11, tes. Ἐννοδία IG 9(1).281 (Opunte II/I a.C.), 9(2).358 (Pagasa II a.C.); εἰνό- Il.16.260, Arat.132, S.Fr.535.2, E.Io 1048, Theoc.25.4

• Morfología: [-ος, -ον Paus.3.14.9, Plu.Aem.8; gen. -οιο Theoc.25.4]
I 1que está en los caminos, de los caminos σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο εἰνοδίοις se dispersaron igual que avispas de los caminos, Il.l.c., μύρμηκες dif. de ἀρουραῖος Cyran.2.25.6, ἐνόδιοι σύμβολοι de los presagios que se presentan casualmente, A.Pr.487, τὰ δίκτυα ... τὰ ἐνόδια las redes (de caza) del camino que se ponen para cortar el paso a la liebre, X.Cyn.6.9, cf. 2.4, mismo sign. τὰ ἐνόδια como subst., Arr.Cyn.1.1, Poll.5.29, οἱ πόνοι ... οἱ ἐνόδιοι producidos por largas caminatas, Thphr.Sud.15, κακοεργὸν ... μάχαιραν εἰνοδίην utilizado por los bandidos de los caminos, Arat.l.c., λῃστῶν ἐνοδίοις ... ἐνέδραις Plu.2.499f, ὅπλα τὰ ἐνόδια armas para el camino las que se llevan en los viajes, D.H.4.48
junto al camino πόλεις dif. de παραθαλάσσιος Plu.l.c., στάσεις ἐνόδιοι σκηνῶν Plu.Ant.9, εἰνόδιον δάκρυ παρερχομένων lágrima junto al camino derramada por los pasajeros ante un cadáver insepulto, AP 9.439 (Crin.).
2 compañero de camino (βιβλίον) τὸ ... Ἐνόδιον e.e., Vademécum tít. del tercer libro de Artemidoro, Artem.3.28.
II subst. ἡ Ἐ.
1 Enodia, la que protege los caminos divinidad ctónica tesalia, hija de Deméter y Zeus, diosa de las encrucijadas, con culto principal en Feras SEG 48.666 (IV a.C.), IG 9(2).421 (Feras II a.C.), tb. en otras ciu. de Tesalia Ϝαστικὰ Ἐ. CEG 342 (Larisa V a.C.), Ἐ. Πατρώα IG 9(2).358 (Pagasas II a.C.), en Perrebia Ἐ. Φεραία Hell.11-12.592 (Falana III a.C.), en Gonos Gonnoi 201 (III a.C.), tb. en Macedonia CEG 720 (Pela IV a.C.), Ἐννοδία Ὁσία IBeroeae 23.4 (III a.C.), en Eubea IG 12(9).1193 (IV/III a.C.), en Atenas, rel. c. rituales funerarios Εἰ. θύγατερ Δάματρος E.Io 1048, cf. Hel.570.
2 como n. o epít., asimilada a otras divinidades de similares características:
a) a Hécate Εἰ. Ἑκάτη S.Fr.535.2, Orph.H.1.1, St.Byz.s.u. Τρίοδος, ἐ. θεός S.Ant.1199, ἡ Ἐ. θεός Hp.l.c., cf. AP 6.199 (Antiphil.), IUrb.Rom.339.23 (II d.C.), Paus.l.c., Luc.Nau.15;
b) a Ártemis Ἄρτεμις Ἐ. IPDésert 47 (Coptos III a.C.), IG 9(1).281 (Opunte II/I a.C.), Σώτειρα Φωσφόρος Ἐ. IG 12(1).914 (Rodas III a.C.), Hymn.Mag.20.36, 21.8;
c) a Selene Hymn.Mag.18.46, Sch.Pl.Lg.914b;
d) a Némesis IPerge 366.1 (imper.).
III subst. ὁ Ἐ.
1 el protector de los caminos epít. de Hermes, Theoc.l.c., Arr.Cyn.35.3, Corn.ND 16, AP 10.12, Sch.Pl.Lg.11.914b, en Paros, Hsch.
2 que acompaña en el camino epít. de Ζέφυρος Philostr.Im.1.11.

Greek Monolingual

ἐνόδιος, -ία, -ον και ἐνόδιος, -ον (επικ. τ. εἰνόδιος, -ίη, -ον) (Α) οδός
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.)
2. ο χρήσιμος για τον δρόμο
3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, κυρίως Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία θεός» [[[Περσεφόνη]]], Σοφ.
β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», Σοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνόδια
α) δίχτια για τη σύλληψη θηραμάτων
β) φουσκάλες από τη μακρά οδοιπορία.

Greek Monotonic

ἐνόδιος: -α, -ον, Επικ. εἰν-όδιος, -η, -ον (ὁδός), αυτός που βρίσκεται στον ή πάνω στο δρόμο, κατά το δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίθ. λέγεται για θεούς, που είχαν τα αγάλματά τους στην οδό των τριπόδων, Λατ. triviales, όπως για την Εκάτη, σε Σοφ., Ευρ.· Ἐνοδία = Λατ. Trivia, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνόδιος: эп. εἰνόδιος 3
1) находящийся у дороги, придорожный (σφῆκες Hom.; σύμβολοι Aesch.; πόλεις Plut.);
2) покровительствующий дорогам, охраняющий пути (Ἓρμῆς Theocr.): ἡ ἐνοδία θεός Soph. или δαίμων Plat. = Ἑκάτη.