παιδοτριβέω

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοτρῐβέω Medium diacritics: παιδοτριβέω Low diacritics: παιδοτριβέω Capitals: ΠΑΙΔΟΤΡΙΒΕΩ
Transliteration A: paidotribéō Transliteration B: paidotribeō Transliteration C: paidotriveo Beta Code: paidotribe/w

English (LSJ)

   A to be a gymnastic trainer, IG2.1224, SIG577.25 (Milet., iii/ii B. C.), etc.    2 generally, train, exercise, educate, τινα D. 25.7; τινὰ ἔν τινι Plu.2.795e: metaph., πεπαιδοτριβηκὼς τυραννίδα trained up, Plu. Comp.Dem.Cic.4:—Pass., ψυχῆς πεπαιδοτριβημένης Ph.2.265; π. ἐπὶ στρατηγίᾳ παρά τινος Jul. Caes.324d.    II = παιδεραστέω, AP12.34 (Autom.), 222 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 441] ein παιδοτρίβης sein, Knaben in der Ringkunst unterrichten und üben, übh. unterrichten; τὸν ἀεὶ βουλόμενον πονηρὸν εἶναι, Dem. 25, 7; τινὰ ἔν τινι, Plut. an seni 24. – Im obscönen Sinne = παιδεραστέω, Strat. 64 (XII, 222); Automed. 1 (XII, 34).

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρῐβέω: εἶμαι παιδοτρίβης, διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 255, 262, 264-6, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, γυμνάζω, παιδεύω, ἀνατρέφω, π. τινα πονηρὸν εἶναι Δημ. 771. 26· τινα ἔν τινι Πλούτ. 2. 795Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγματος, π. τυραννίδα ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Κικ. καὶ Δημ. 4. ΙΙΙ. = παιδεραστέω. Ἀνθ. Π. 12. 34, 222. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
former des enfants par des exercices de gymnastique ; exercer, p. ext. instruire.
Étymologie: παιδοτρίβης.

Greek Monotonic

παιδοτρῐβέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ ως δάσκαλος γυμναστικής· γενικά, γυμνάζω, ασκώ, παιδοτριβέω τινὰ πονηρόν εἶναι, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοτριβέω [παιδοτρίβης] trainen, opvoeden; overdr.. ἐγκαλῶν … πεπαιδοτριβηκότι τυραννίδα met de beschuldiging dat hij een tirannie heeft opgekweekt Plut. Cic. 53.4.

Russian (Dvoretsky)

παιδοτρῐβέω: 1) досл. обучать борьбе, учить гимнастике, перен. обучать, учить, наставлять (τινά τινα εἶναι Dem. и τινα ἔν τινι Plut.);
2) Anth. = παιδεραστέω.