ἀψεύδεια
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ,
A truthfulness, Corinn.Supp.2.70, Pl.R.485c, Iamb. Protr.20; reliability, of times and seasons, Arist.Mu.397a11: ἀψευδία, Ph. Fr.110H., Them.Or.21.257c.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, Truglosigkeit, Wahrheit, Plat. Rep. VI, 785 c; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψεύδεια: ἡ, τὸ μὴ ψεύδεσθαι, ἀλήθεια, Πλάτ. Πολ. 485C· ἀψευδία Θεμίστ. 257C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 véracité, sincérité;
2 certitude.
Étymologie: ἀψευδής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφεύδια Corinn.1.3.31; -ία Ph.Fr.110, Them.Or.21.257c
veracidad προφάτας ... λαχὼν ἀψεύδιαν Corinn.l.c., op. τὸ ψεῦδος Pl.R.485c, cf. Them.l.c., Iambl.Protr.20, Marin.Procl.4, ἐνέχυρον οὐ μικρὸν ἀψευδίας αἰδὼς ἡ πρὸς θεόν Ph.l.c., τὴν ἀψεύδειαν ἠγάπα Dam.Fr.45
•seguridad, certidumbre de las estaciones, Arist.Mu.397a11.
Greek Monolingual
ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) αψευδής
1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια
2. η φερεγγυότητα.
Greek Monotonic
ἀψεύδεια: ἡ, ειλικρίνεια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψεύδεια: ἡ
1) правдивость, искренность Plat.;
2) непреложность, точность (ἣν φυλάττουσιν αἱ ὧραι Arst.).