μελάγχρους

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.

Greek Monolingual

και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].