παρεκλέγω

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκλέγω Medium diacritics: παρεκλέγω Low diacritics: παρεκλέγω Capitals: ΠΑΡΕΚΛΕΓΩ
Transliteration A: pareklégō Transliteration B: pareklegō Transliteration C: pareklego Beta Code: parekle/gw

English (LSJ)

   A collect covertly, π. τὰ κοινά embezzle the public moneys, D.19.294, cf.Ph.2.575, D.C.54.21, 76.7.    2 of birds, collect food here and there, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Ael.NA8.25, cf.17.16.    3 seek to acquire, τὸ τῆς δόξης ἀθάνατον Eun.Hist.p.251 D.

German (Pape)

[Seite 513] (s. λέγω), heimlich einsammeln, τὰ κοινά, die Staatseinkünfte heimlich einsammeln und für sich selbst gebrauchen, Dem. 19, 294; vgl. von Sp. D. Cass. 54, 21. 76, 7; auch von Vögeln, Futter einsammeln, Ael. H. A. 8, 25 u. sonst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκλέγω: κρυφίως συλλέγω, π. τὰ κοινά, ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι τὰ δημόσια χρήματα, Δημ. 435. 21, πρβλ. Δίωνα Κ. 54. 21., 76. 7. 2) ἐπὶ πτηνῶν, συλλέγω τροφὴν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Αἰλ. π. Ζ. 8. 25, πρβλ. 17. 16. 33) προτιμῶ , Εὐναπ. Ἱστ. 85. 12.

French (Bailly abrégé)

ramasser, amasser peu à peu, acc..
Étymologie: παρά, ἐκλέγω.

Greek Monolingual

Α
1. κρυφά συλλέγω ή εισπράττω προς ίδιον όφελος («εἶναί τινα καὶ κλέπτην καὶ παρεκλέγοντα τὰ κοινά», Δημοσθ.
ιδιοποιείται, σφετερίζεται τα δημόσια χρήματα)
2. (για πτηνά) συλλέγω τροφή εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλέγω (Ι) «διαλέγω, ξεχωρίζω, συλλέγω»].

Greek Monotonic

παρεκλέγω: μέλ. -ξω, συγκεντρώνω κρυφά, παρεκλέγω τὰ κοινά, υπεξαιρώ δημόσιο χρήμα, το οικειοποιούμαι, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκλέγω verduisteren:. τὰ κοινά de staatsinkomsten Dem. 19.294.

Russian (Dvoretsky)

παρεκλέγω: прибирать к рукам, тайком захватывать (τὰ κοινά Dem.).