ἀνέδην
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
Adv., (ἀνίημι)
A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9. 2 licentiously, violently, Plb.15.20.3. II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr.inSE101.22.
German (Pape)
[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).
French (Bailly abrégé)
adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.
Spanish (DGE)
adv.
1 libremente, sin trabas φεύγειν A.Supp.14, συγγενέσθαι Pl.Prt.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.NA 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.Ost.8, κλέψαι Procop.Arc.22.4
•en forma poco estricta ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.Ph.1153
•desenfrenadamente τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν AP 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.EN 1151a23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.Vit.p.29
•sin escrúpulos ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.
2 sin más, simplemente ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices Pl.Grg.494e
•directamente εἰ ἐρωτηθείησαν ἀνέδην Alex.Aphr.in SE 101.22.
Greek Monolingual
ἀνέδην επίρρ. (Α)
1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα
2. βίαια
3. αχαλίνωτα, ακόλαστα
4. αφρόντιστα, ανέμελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) -δην].
Greek Monotonic
ἀνέδην: επίρρ. (ἀνίημι),
I. άνετα, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, σε Πλάτ., Δημ.· ράθυμα, απρόσεχτα, σε Σοφ.
II. χωρίς περαιτέρω φροντίδα, απλά, απόλυτα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέδην: adv.
1) открыто, свободно, беспрепятственно (ξυγγενέσθαι τινί Plat.): ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. доступ сюда свободен;
2) напрямик, без обиняков (φάναι οὕτω Plat.);
3) обильно, вдоволь (ἀπολαύειν τινός Polyb.);
4) во всю мочь, неудержимо (φεῦγειν διὰ κῦμ᾽ ἅλιον Aesch.);
5) неистово, разнузданно (βακχεύειν Anth.): πομπεία ἀ. γενομένη Dem. развязное глумление.