ἁλίβρεκτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίβρεκτος Medium diacritics: ἁλίβρεκτος Low diacritics: αλίβρεκτος Capitals: ΑΛΙΒΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: halíbrektos Transliteration B: halibrektos Transliteration C: alivrektos Beta Code: a(li/brektos

English (LSJ)

ον,

   A washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

German (Pape)

[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mouillé par l’eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

Greek Monolingual

-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].

Greek Monotonic

ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, βρέχω
washed by the sea, Anth.