ἀρχέλαος

From LSJ
Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχέλᾱος Medium diacritics: ἀρχέλαος Low diacritics: αρχέλαος Capitals: ΑΡΧΕΛΑΟΣ
Transliteration A: archélaos Transliteration B: archelaos Transliteration C: archelaos Beta Code: a)rxe/laos

English (LSJ)

ον,

   A leading the people, chief, A.Pers.297 (in Ion. form ἀρχελείων for -ληῶν); contr. ἀρχέλᾱς Ar.Eq.164.

German (Pape)

[Seite 365] att. ἀρχέλεως, auch ἀρχέλας, Ar. Equ. 164, volkbeherrschend, der Erste im Volk, Aesch. Pers. 289, wo vor Blomfield ἀρχέλειος f. L. war; vgl. Her. 5, 68 u. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέλᾱος: -ον, ἡγεμὼν λαῶν, ἀρχηγός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· συνῃρ. ἀρχέλᾱς Ἀριστοφ. Ἱππ. 164. 2) συχν. ὡς κύρ. ὄνομα, ὡσαύτ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ Ἀρχέλεως, ω, Σοφ. παρ’ Ἡφαιστ. σ. 8, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commande au peuple, chef du peuple.
Étymologie: ἄρχω, λαός.

Spanish (DGE)

(ἀρχέλᾱος) -ου, ὁ

• Alolema(s): contr. ἀρχέλᾱς Ar.Eq.164, Hsch.
guía del pueblo, soberano A.Pers.297, Ar.l.c., ἀρχέλας· τὸν ἐπιστάτην τοῦ Λυκείου παρὰ τὴν ἀρχὴν οὕτως ὠνόμασεν. ἔνιοι δὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ θέλουσιν ἀκούειν Hsch.

Greek Monolingual

ἀρχέλαος, -ον (Α)
ο αρχηγός ή ο ηγεμόνας λαών.

Greek Monotonic

ἀρχέλᾱος: -ον, αυτός που οδηγεί το πλήθος, ηγέτης, αρχηγός, σε Αισχύλ.· συνηρ. ἀρχέλᾱς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέλᾱος: стяж. ἀρχέλᾱς ὁ вождь народа Aesch., Arph.