ἑβδομήκοντα

From LSJ
Revision as of 01:02, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομήκοντα Medium diacritics: ἑβδομήκοντα Low diacritics: εβδομήκοντα Capitals: ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ
Transliteration A: hebdomḗkonta Transliteration B: hebdomēkonta Transliteration C: evdomikonta Beta Code: e(bdomh/konta

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A seventy, Hdt.1.32, X.An.4.7.8, etc.

German (Pape)

[Seite 699] οἱ, αἱ, τά, indecl., siebzig; überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 μέχρι τοῦ 100 ὅπερ ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
soixante-dix.
Étymologie: ἕβδομος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. y tes. ἑβδε- CID 2.4.1.13; hεβδε- TEracl.1.23 (IV a.C.), IG 42.106.15 (todas IV a.C.), SEG 40.1596.6 (Cirene IV a.C.); beoc. ἑβδομεί- Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); tes. ἑτδεμεί- SEG 26.672.34 (Larisa II a.C.)
numeral cardinal indecl. setenta ἔτεα Hdt.1.32, cf. Pl.Ap.17d, ἑ. [σὺ] ν στεφάνοισιν B.2.9, νῆες Th.1.61, cf. X.HG 1.5.1, ἄνθρωποι ὡς ἑ. X.An.4.7.8, de medidas, monedas, etc. CID 2.67.18 (IV a.C.), l.c., μὴ ἔλαττον τὸ εὖρος ἑ. πήχεων Ph.Mech.85.6, ἀργυρίου δραχμαὶ ἑκατὸν ἑ. δύο PTurner 25.15 (II d.C.)
οἱ Ἑ. los Setenta traductores de la Biblia hebrea al griego, Gr.Naz.M.36.193A.

English (Strong)

from ἕβδομος and a modified form of δέκα; seventy: seventy, three score and ten.

Greek Monolingual

οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)
1. εβδομήντα
2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα
α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική
β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι του Χριστού.

Greek Monotonic

ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἕβδομος), άκλιτ., εβδομήντα, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά indecl. семьдесят Her. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: num.
Meaning: seventy (Hdt.).
Other forms: Dor. (Delphi, Tab. Heracl. IVa) ἑβδεμ-
Compounds: As 1. member e. g. in ἑβδομηκοντ-άρουρος (pap.) etc.
Derivatives: ἑβδομηκοστός the seventieth (Hp.), ἑβδομηκοντάκις seventy times (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [909] *septm-dḱmt- seventy
Etymology: From *ἑβδμήκοντα from IE *sebdm-dkmt- where the vocalic -m- followed by the (glottalic element of the) preglottalized -d- gave -μη-, just like -m̥h₁-. See Kortlandt, MSS 42 (1983)97-104. See further on ἑβδομος. Cf. ἐνενήκοντα; it gave ε- in ἑκατόν, s.v.