καταμαλάσσω

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμᾰλάσσω Medium diacritics: καταμαλάσσω Low diacritics: καταμαλάσσω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: katamalássō Transliteration B: katamalassō Transliteration C: katamalasso Beta Code: katamala/ssw

English (LSJ)

Att. καταμαλάττω,

   A soften, σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21.

German (Pape)

[Seite 1362] erweichen, Luc. de gymn. 24; übertr., rühren, besänftigen, τοὺς ἀνέμους Luc. lov. Trag. 24; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Heliod. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, πολὺ μαλάσσω, μαλακώνω, κάμνω τι διὰ τῆς ἀλοιφῆς καὶ τῆς τριβῆς μαλακόν, χρίομεν… σώματα ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς ἐντονώτερα γίγνοιτο Λουκ. Γυμν. 24· μεταφ., πραΰνω, αὐτόθι ἐν Διΐ Τραγ. 24, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 19, κτλ.· τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Ἡλιόδ. 7. 11.

French (Bailly abrégé)

amollir.
Étymologie: κατά, μαλάσσω.

Greek Monolingual

(AM καταμαλάσσω, Α και αττ. τ. καταμαλάττω)
νεοελλ.
μολύνω με την ψηλάφηση
νεοελλ.-μσν.
μτφ. πραΰνω
αρχ.
μαλακώνω κάτι με τριβή ή αλοιφή.

Greek Monotonic

καταμᾰλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω πολύ, σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταμᾰλάσσω: атт. καταμαλάττω
1) размягчать, смягчать (σώματα ἐλαίῳ Luc.);
2) укрощать, унимать (τοὺς ἀνέμους Luc.).