προσμάχομαι

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμάχομαι Medium diacritics: προσμάχομαι Low diacritics: προσμάχομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmáchomai Transliteration B: prosmachomai Transliteration C: prosmachomai Beta Code: prosma/xomai

English (LSJ)

[ᾰ], aor.

   A -εμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1:—fight against, τῇ δειλίᾳ Pl.Lg.647c, cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33; κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι ἐναντίον τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· μάλιστα, προσβάλλω πάλιν, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
combattre contre, s’élancer contre, donner l’assaut à, τινι.
Étymologie: πρός, μάχομαι.

Greek Monolingual

Α
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.)
3. επιτίθεμαι, εφορμώὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσμάχομαι: [ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι, σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσμάχομαι: (только praes. и impf.)
1) вести борьбу, сражаться (τοῖς πολεμίοις Polyb.);
2) идти на приступ, штурмовать (τοῖς τείχεσι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μάχομαι strijden tegen, bestormen, met dat.: τῇ... δειλίᾳ τῇ ἐν αὑτῷ προσμαχόμενον de lafheid in zichzelf bestrijdend Plat. Lg. 647c; προσμαχόμενος τοῖς τείχεσιν de muren bestormend Plut. Demetr. 33.4.