σαργάνη

From LSJ
Revision as of 20:05, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργάνη Medium diacritics: σαργάνη Low diacritics: σαργάνη Capitals: ΣΑΡΓΑΝΗ
Transliteration A: sargánē Transliteration B: sarganē Transliteration C: sargani Beta Code: sarga/nh

English (LSJ)

[γᾰ], ἡ,= ταργάνη,

   A plait, braid, A.Supp.788 codd. (lyr.).    2 basket, Aen.Tact.29.6, Timocl.21.7, 2 Ep.Cor.11.33, Luc.Lex.6, PFlor.269.7 (iii A.D.), PLond.2.236.11 (iv A.D.):—v. σάρκινος 111.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, wie ταργάνη, Flechtwerk, Geflecht; Korb mit Fischen, Timocl. bei Ath. VIII, 339 e u. IX, 407 a; vgl. auch Arist. H. A. 9, 2, Bekker; Flechte, Band, Aesch. μορσίμου βρόχου τυχεῖν ἐν σαργάναις, Suppl. 769; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σαργάνη: ἡ, ὡς τὸ ταργάνη, πλέγμα, δεσμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 788. 2) καλάθιον, Τιμοκλ. ἐν «Ληθ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 33, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
osier tressé ; corbeille.
Étymologie: DELG terme techn. en -άνη, prob. emprunté.

English (Strong)

apparently of Hebrew origin (שָׂרַג); a basket (as interwoven or wicker-work: basket.

Greek Monolingual

και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη.

Greek Monotonic

σαργάνη: [ᾰ], ἡ,
1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ.
2. καλάθι, κοφίνι, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαργάνη -ης, ἡ gevlochten mand, korf.

Russian (Dvoretsky)

σαργάνη:
1) жгут, шнурок Aesch.;
2) плетенка, корзина Luc., NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: plaited basket (since IVa).
Derivatives: σαργαν-ίς f. (Cratin. [coni.]), -ιον, -ίδιον n. (pap.) id.. Besides ταργάναι πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι H. with τεταργανωμένη = συμπεπλεγ-μένη, συνειλημμένη (H. EM); hyperatticistic? (cf. Schwyzer 319).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Instrument name without etymology, perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 23f.); formation as πλεκτάνη, ὁρκάνη etc. The traditional connection with σορός (s. v.) a. cogn. (Kögel PBBeitr. 7, 191) leaves the -γ- unexplained. Cf. also on τάρπη. -- The variation is Pre-Greek (s. Furnée 124 s.v. ταργάναι) and points to *tyarg-an-.