συγκακοπαθέω

From LSJ
Revision as of 08:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰκοπᾰθέω Medium diacritics: συγκακοπαθέω Low diacritics: συγκακοπαθέω Capitals: ΣΥΓΚΑΚΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: synkakopathéō Transliteration B: synkakopatheō Transliteration C: sygkakopatheo Beta Code: sugkakopaqe/w

English (LSJ)

   A partake in sufferings, 2 Ep.Ti.1.8.

German (Pape)

[Seite 963] mit, zugleich, zusammen leiden, – auch mitleiden, mitempfinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰκοπᾰθέω: μετέχω τῆς κακοπαθείας, τῶν παθημάτων τινός, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμόθ. α΄, 8· συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Βασίλ. ΙΙΙ, 208, κλπ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souffrir avec, τινι.
Étymologie: σύν, κακοπαθέω.

English (Strong)

from σύν and κακοπαθέω; to suffer hardship in company with: be partaker of afflictions.

English (Thayer)

(T WH συνκακοπαθέω (cf. σύν, II. at the end)), συγκακοπάθω: 1st aorist imperative συγκακοπάθησον; (see κακοπαθέω); to suffer hardships together with one: L T Tr WH; with a dative commodi added, τῷ εὐαγγελίῳ for the benefit of the gospel, to further it, 2 Timothy 1:8. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

συγκᾰκοπᾰθέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω στις συμφορές κάποιου, δεινοπαθώ από κοινού, συμπάσχω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκακοπᾰθέω: вместе страдать NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κακοπαθέω mede lijden (met), in het lijden delen (van), met dat.. NT.