τετράρχης

From LSJ
Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρχης Medium diacritics: τετράρχης Low diacritics: τετράρχης Capitals: ΤΕΤΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tetrárchēs Transliteration B: tetrarchēs Transliteration C: tetrarchis Beta Code: tetra/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tetrarch, Str.12.5.1, Plu.Ant.56, OGI416 (Cos, i. A.D.), 543.3 (Ancyra, ii A.D.), etc.; of rulers under the protection of Rome of lower grade than kings, e.g. in Palestine, Ev.Matt.14.1, al., J.BJ1.12.5, al.; generally, Sall.Cat.20.7, Hor.Sat.1.3.12, etc.: also τέτραρχος, Θεσσαλῶν SIG274 (Delph., iv B.C.): gen. -χου OGI606.4 (Syria, i A.D.), but -χα IGRom.4.1683 (Pergam.): cf. τετραρχία.    II a leader of four λόχοι, or 64 men, Rev.Arch.3 (1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), 6(1935).31 (ibid., ii B.C.), Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2.

German (Pape)

[Seite 1099] ὁ, ein Tetrarch od. Vierfürst, bei den Galatern üblich, Sp., wie Plut. Ant. 56; – Anführer von vier λόχοι, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρχης: -ου, Στράβ. 567, Πλουτ. Ἀντών. 56, κλπ., πρβλ. τετραρχία. ΙΙ. ὁ διοικῶν ἢ διευθύνων τέσσαρας λόχους ἢ 64 ἄνδρας, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tétrarque, chef d’une région sur quatre dans une province, ou chef avec trois autres.
Étymologie: τέσσαρες, ἄρχω.

English (Strong)

from τέσσαρες and ἄρχω; the ruler of a fourth part of a country ("tetrarch"): tetrarch.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών
β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών
2. (στη Ρώμη) α) διοικητής του ενός τετάρτου μιας επαρχίας
β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές χώρες του ρωμαϊκού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -άρχης].

Greek Monotonic

τετράρχης: -ου, ὁ, διοικητής της μιας από τέσσερις επαρχίες, σε Στράβ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τετράρχης: ου ὁ тетрарх (правитель четырех областей или одной четвертой части области) Plut., NT.