φύλαρχος

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλαρχος Medium diacritics: φύλαρχος Low diacritics: φύλαρχος Capitals: ΦΥΛΑΡΧΟΣ
Transliteration A: phýlarchos Transliteration B: phylarchos Transliteration C: fylarchos Beta Code: fu/larxos

English (LSJ)

ὁ,

   A chief officer of a φῡλή, X.Cyr.1.2.14, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzic.), CIG3773 (Nicomedia), Sammelb.6257 (v/vi A. D.).    b = Lat. tribunus militum, D.H.2.7, Plu.Rom.20.    c chief priest of a tribe among the Jews, LXX 1 Es.7.8: pl., elders of a tribe, ib.De.31.28.    d sheikh, τῶν Ἀράβων Str.16.1.28, cf. Procop.Pers.1.19; Parthian term, = δυνάστης, Arr.Fr.171 J.    II as a military term, at Athens, the commander of the cavalry furnished by each tribe, Hdt.5.69.    III οἱ φ., an oligarchical council at Epidamnus, Arist.Pol.1301b22.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, = φυλάρχης; Ar. Av. 799; Plat. Legg. IX, 880 d u. öfter, immer mit ἵππαρχος verbunden; vgl. Dem. 4, 26; Lys. 12, 44. – In Rom der praefectus tribuum, tribunus, D. Hal. 2, 7, Plut. Rom. 20.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς φυλῆς, Ἡρόδ. 5. 69, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2, 14, κ. ἀλλ. (πρβλ. φυλάρχης), Συλλ. Ἐπιγρ. 5773, κλπ.· ― ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ῥωμαϊκοῦ tribunus, Διον. Ἁλ. 2. 7, Πλουτ. Ρωμ. 20. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς ὅρος ἐν Ἀθήναις, ὁ διοικητὴς ἑνὸς τῶν ἱππικῶν σωμάτων ὧν ἕκαστον παρεῖχεν εἰς τὴν πολιτείαν ἡ οἰκεία φυλή, χειροτονοῦσι δὲ καὶ φυλάρχους [ι΄], ἕνα τῆς φυλῆς, τὸν ἡγησόμενον τῶν ἱππέων, ὥσπερ οἱ ταξίαρχοι τῶν ὁπλιτῶν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 90, 12, Blass., ἴδε ἐν λ. ἵππαρχος. ΙΙΙ. οἱ φύλαρχοι, ὀλιγαρχικόν τι συμβούλιον ἐν Ἐπιδάμνῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
président d’une tribu (à Athènes, etc.) ; p. suite :
1 à Athènes phylarque, commandant d’un des dix corps de cavalerie fournis par les dix tribus;
2 à Rome tribun, càd chef d’une tribu (intendant, administrateur, etc.).
Étymologie: φυλή, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχηγός, ηγέτης φυλής («α. «ο φύλαρχος τών Ινδιάνων της περιοχής» β. «ἡγεμόνας ἐφ' ἑκάστης συμμορίας, ὥσπερ φυλάρχους ἤ κωμάρχας», Δίον. Αλ.
γ. «δέκα δὴ φυλάρχους ἀντὶ τεσσέρων ἐποίησε», Ηρόδ.»)
μσν.
ηγεμόνας, ηγέτης («Σαρακηνῶν ἡγούμενοι, οἳ φύλαρχοι ἀποκαλοῡνται», Προκόπ.)
αρχ.
1. ο διοικητής του ιππικού σώματος το οποίο διέθετε στην πολιτεία κάθε φυλή («χειροτονοῡσι δὲ καὶ φυλάρχους... ἕνα τῆς φυλῆς, τὸν ἡγησόμενον τῶν ἱππέων, ὥσπερ οἱ ταξίαρχοι τῶν ὁπλιτών», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. οἱ φύλαρχοι
το συμβούλιο τών ολιγαρχικών στην Επίδαμνο
3. αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, τριβοῡνος («φύλαρχοι τε καὶ τριττύαρχοι, οὕς καλοῡσι Ῥωμαίοι τριβούνους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -αρχος].

Greek Monotonic

φύλαρχος: [ῦ], ὁ,
I. αρχηγός φῡλῆς, φύλαρχος, σε Ηρόδ., Ξεν.· χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμαϊκό tribunus, σε Πλούτ.
II. στους Αθηναίους, ο διοικητής του ιππικού, ένας από κάθε φυλή, βλ. ἵππαρχος.

Russian (Dvoretsky)

φύλαρχος: (ῡ) ὁ
1) филарх, глава филы (в Афинах) Her., Xen.;
2) филарх, командир конного корпуса (выставлявшегося каждой из десяти афинских фил; все десять филархов была подчинены двум ἵππαρχοι) Xen., Plat.;
3) филарх, член олигархического совета (в Эпидамне) Arst.;
4) (в Риме, лат. tribunus) трибун, глава трибы Plut.