φυτοσπόρος

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτοσπόρος Medium diacritics: φυτοσπόρος Low diacritics: φυτοσπόρος Capitals: ΦΥΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: phytospóros Transliteration B: phytosporos Transliteration C: fytosporos Beta Code: futo/sporos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A planting: generative, ἀλκή Orph.Fr.274: metaph., begetting, ὁ φ. father, S.Tr.359; φυτοσπόροι, οἱ, ancestors, hence metaph., predecessors, Vett.Val.239.10: c. gen., γένους φ. Ar.Byz.Arg.S.OT

German (Pape)

[Seite 1320] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ φυτοσπόρος, der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτοσπόρος: -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ φυτοσπόρος, ὁ πατήρ, Σοφ. Τρ. 358· μετὰ γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui engendre, père.
Étymologie: φυτόν, σπείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά
μσν.
εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη
αρχ.
1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου
2. το αρσ. ως ουσ. φυτοσπόρος
ο πατέρας
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι
α) προπάτορες
β) μτφ. (σχετικά με θέση ή αξίωμα) προκάτοχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -σπόρος (< σπόρος), πρβλ. θεό-σπορος].

Greek Monotonic

φῠτοσπόρος: -ον, φυτευτής· μεταφ., πατέρας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτοσπόρος: ὁ досл. сеятель, перен. родитель, отец Soph.