κεραίω

From LSJ
Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραίω Medium diacritics: κεραίω Low diacritics: κεραίω Capitals: ΚΕΡΑΙΩ
Transliteration A: keraíō Transliteration B: keraiō Transliteration C: keraio Beta Code: kerai/w

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε

   A mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v. l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; esp. of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132. ;;: see κεράννῦμι.

Greek Monolingual

κεραίω (Α)
αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» — ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. του κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω].

Greek Monotonic

κεραίω: Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.

Russian (Dvoretsky)

κεραίω: Hom. = κεράννυμι.