μαστίζω

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστίζω Medium diacritics: μαστίζω Low diacritics: μαστίζω Capitals: ΜΑΣΤΙΖΩ
Transliteration A: mastízō Transliteration B: mastizō Transliteration C: mastizo Beta Code: masti/zw

English (LSJ)

Nonn.D.2.645, Dor. μαστ-ίσδω Theoc.7.108: Ep. aor.

   A μάστιξα Il.5.768:—Pass., aor. ἐμαστίχθην v.l. in Hdt.1.114; part. μαστιχθείς AP9.348 (Leon. Alex.): (μάστιξ):—whip, flog, μάστιξεν δ' ἵππους Il.l.c., etc.; τυ . . ὑπὸ . . ὤμους μαστίσδοιεν (v. supr.) Theoc. l.c.: c. inf., μάστιξεν δ' ἐλάαν whipped them on or forward, Il.5.366, Od.6.82, etc.: metaph., ἵνα . . σε πολλοὶ μαστίξωσι λόγοις Epigr.Gr. 303.5 (Smyrna).    2 stimulate the bowels, Steph. in Hp.2.311 D.:— Pass., ib.312 D.—Ep. word, used twice in Com., Eup.72, Alex.133.5, also in LXX Nu. 22.25, Wi.5.11 (Pass.); and in late Prose, Plu.Alex. 42, Luc.Pr.Im.24, etc.; the Att. form being μαστιγόω.

Greek (Liddell-Scott)

μαστίζω: ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 (μάστιξ). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, μαστίζω, κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ ἐλάαν, τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ μαστιάω, μαστίω, λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι: μαστιγόω.

French (Bailly abrégé)

f. μαστίξω, ao. ἐμάστιξα, pf. inus.
fouetter, acc. : μάστιξεν δ’ ἐλάαν IL, OD il fouetta (les chevaux) pour les lancer en avant.
Étymologie: μάστιξ.

English (Autenrieth)

use the μάστῖξ, lash, whip.

English (Strong)

from μαστός; to whip (literally): scourge.

Greek Monolingual

(AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω)
1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω
2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ
νεοελλ.
κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την ανθρωπότητα»)
μσν.
1. τραυματίζω, πληγώνω
2. τιμωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος ή μεταπλασμένος τ. του μαστίω κατά τα ρ. σε -ίζω].

Greek Monotonic

μαστίζω: Δωρ. -ίσδω (μάστιξ)· Επικ. αόρ. αʹ μάστιξα, μτχ. Παθ. αόρ. αʹ μαστιχθείς· μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· με απαρ., μάστιξεν δ' ἐλάαν (βλ. ἐλαύνω I. 2), σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μαστίζω: (эп. aor. μάστιξα; part. aor. pass. μαστιχθείς) бить кнутом, хлестать, стегать (ἵππους Hom. etc.; τινά NT): μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν Hom. (Ирида) бичом погнала (коней).