βάγμα

From LSJ
Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάγμα Medium diacritics: βάγμα Low diacritics: βάγμα Capitals: ΒΑΓΜΑ
Transliteration A: bágma Transliteration B: bagma Transliteration C: vagma Beta Code: ba/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (βάζω)

   A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).

German (Pape)

[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.

Greek (Liddell-Scott)

βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parole ; τὰ βάγματα discours.
Étymologie: βάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
voz, grito δύσθροα βάγματα A.Pers.636.

• Etimología: v. βάζω.

Greek Monolingual

βάγμα, το (Α) βάζω (III)]
λόγος, ομιλία.

Greek Monotonic

βάγμα: -ατος, τό (βάζω), ομιλία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βάγμα: ατος τό слово, pl. речь: δύσθροα βάγματα Aesch. горькие жалобы.

Middle Liddell

βάζω
a speech, Aesch.