προσκατανέμω

From LSJ
Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατανέμω Medium diacritics: προσκατανέμω Low diacritics: προσκατανέμω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΝΕΜΩ
Transliteration A: proskatanémō Transliteration B: proskatanemō Transliteration C: proskatanemo Beta Code: proskatane/mw

English (LSJ)

   A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.

German (Pape)

[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.

French (Bailly abrégé)

distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.

Greek Monolingual

Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατανέμω bovendien toewijzen.

Russian (Dvoretsky)

προσκατανέμω: 1) сверх того распределять, раздавать (Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Plut.);
2) дополнительно учреждать (δευτέραν βουλήν Plut.).

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to assign besides, Plut.