Σάββατον
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό, the Hebrew Sabbath, i.e. Rest (
A δηλοῖ δὲ ἀνάπαυσιν . . τὸ ὄνομα J.AJ1.1.1), LXX Ex. 16.23, al., Ev.Marc.6.2,al.: freq. in pl. of the single day, PCair.Zen.762.6 (iii B.C.), LXX 4 Ki. 4.23; ὀψὲ σαββάτων Ev.Matt.28.1; ἡ ἡμέρα τῶν σ. LXX Nu.15.32, Ev.Luc.4.16, al. (but ἡ ἡμ. τοῦ σ. ib.13.14): heterocl. dat. pl. σάββασι (ν) LXX 1 Ma.2.38, J.BJ1.7.3, al., Ev.Marc.2.23, al., freq. with v.l. σαββάτοις; but σάββασι is certain in AP5.159 (Mel.). 2 period of seven days, week, εἰς μίαν σαββάτων toward the first day of the week, Ev.Matt.28.1; κατὰ μίαν σαββάτου 1 Ep.Cor.16.2; πρώτῃ σαββάτου Ev.Marc.16.9; τῇ μιᾷ τῶν σ. ib.2, Ev.Jo.20.1; δὶς τοῦ σ. Ev.Luc.18.12. 3 Σαβάτ, the 11th month of the Hebr. year, nearly = February, LXX 1 Ma.16.14.
Greek (Liddell-Scott)
Σάββᾰτον: τό, τὸ Ἑβραϊκὸν Sabbath, δηλ. ἀνάπαυσις (δηλοῖ δὲ ἀνάπαυσιν... τὸ ὄνομα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1), Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, ὀψὲ τῶν σ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 1· ἡ ἡμέρα τῶν Σ. κ. Μάρκ. β΄, 23, κ. Λουκ. δ΄, 16, κ. ἀλλ.· (ἀλλά, ἡ ἡμέρα τοῦ Σ. ὁ αὐτ. ιγ΄, 14)· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. σάββασι, Καιν. Διαθ., Ἰώσηπ., συχν. μετὰ διαφ. γραφ. σαββάτοις· ἀλλὰ ἡ δοτ. σάββασι εἶναι βεβαία ἐν Ἀνθ. Π. 5. 160. 2) περίοδος ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑβδομάς, εἰς μίαν σαββ., κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 1, κ. Μάρκ. ις΄, 2, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ις΄, 2· πρώτῃ σ. Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ις΄, 9· δὶς τοῦ σαββ., δὶς τῆς ἑβδομάδος, κατὰ Λουκ. ιη΄, 12. 3) ὁ μὴν Σαββὰτ ἦτο ὁ 11ος τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔτους, ἀντιστοιχῶν περίπου πρὸς τὸν νῦν Φεβρουάριον (Γρηγ. Ἡμερολ.), Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙϚ΄, 14).
Greek Monotonic
Σάββᾰτον: τό,
1. Εβρ. Sabbath, δηλ. Ανάπαυση, σε Καινή Διαθήκη· επίσης στον πληθ. λέγεται για τη συγκεκριμένη, την έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας· υπάρχει ετερόκλ. δοτ. πληθ. σάββασι (όπως αν προερχόταν από τύπο σάββας), στο ίδ.
2. περίοδος επτά ημερών, επταήμερο, δηλ. μία εβδομάδα· μία τῶν σαββάτων, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, στο ίδ.
Middle Liddell
Σάββᾰτον, ου, τό,
1. the Hebrew sabbath, i. e. rest, NTest.; also in pl. of the single day, heterocl. dat. pl. σάββασι (as if from σάββασ), NTest.
2. a period of seven days, a week, μία τῶν σαββάτων the first day of the week, NTest.